Το <<Σχολικό Ζήτημα>> και η προσφυγή των Ελλήνων στην Κ.τ.Ε (Α)

1696

Τα προβλήματα σχετικά με τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Ήπειρο ξεκίνησαν να εκτυλίσσονται σταδιακά, συγκεκριμένα από εκείνη την περίοδο κατά την οποία το νεοσύστατο αλβανικό κράτος φάνηκε να αποκτά μια κάποια σταθερότητα, με την υποστήριξη βέβαια των Μεγάλων Δυνάμεων και κυρίως της γειτονικής Ιταλίας.

Στις 2 Οκτωβρίου του 1921 η Κοινωνία των Εθνών (League of Nations) έθεσε ως προϋπόθεση για την ένταξη της Αλβανίας στους κόλπους της, το σεβασμό των δικαιωμάτων των Ελλήνων κατοίκων της (oι κάτοικοι της διχοτομημένης Ηπείρου, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη θεωρούνται «Mειονoτικοί Έλληνες»).

Έτσι, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Γενεύης, στην Αλβανία καθιερωνόταν επίσημα η γλωσσική, κοινοτική, θρησκευτική και εκπαιδευτική ελευθερία των «Μειονοτικών». Ωστόσο όλα τα παραπάνω κεκτημένα παραβιάστηκαν κατάφωρα, εφόσον από μέρους της η Αλβανία «φρόντισε» να λειτουργήσουν υπό στενή παρακολούθηση και περιορισμό, με απώτερο σκοπό το κλείσιμό τους. Αδιάψευστο στοιχείο αποτελεί ο χρόνος έναρξης των μαθημάτων στα σχολειά μας, ο οποίος γινόταν τόσο επεισοδιακά σε σημείο να χρειαζόταν ειδική παρέμβαση από το εξωτερικό.

Επίσης πολλές φορές παρεμποδίζονταν ο διορισμός εκπαιδευτικών, με ποικίλες δικαιολογίες, όπως την ανεπάρκεια των ελληνοδιδασκάλων στην αλβανική γλώσσα, καταλήγοντας σε ειδικό νομοσχέδιο το οποίο προέβλεπε την εξέτασή τους στην προαναφερθείσα γλώσσα.

Μολονότι μέχρι το 1929 επικράτησε μια κάποια ήπια στάση απέναντι στην εκπαίδευση των Βορειοηπειρωτών, το πρόβλημα εξακολούθησε να εντείνεται όλο και περισσότερο αντί να εξασθενεί. Έφθασαν σε σημείο να προσπαθούν να εξαλβανίσουν ολόκληρο το σύστημα των ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, από το 1933 και έπειτα, όταν συλλογικά οι αρμόδιοι βορειοηπειρωτικοί φορείς και οι τοπικές κοινότητες των ελληνικών περιοχών απηύθυναν παράπονα προς την ελληνική πολιτεία και το βασιλιά της Αλβανίας Αχμέτ Ζώγκου.

Μετά από τις παραπάνω ενέργειες ξεκίνησαν οι απολύσεις, οι συλλήψεις και ο εκτοπισμός ορισμένων εκπαιδευτικών. Στα μέσα Ιανουαρίου του 1934, με άκρα μυστικότητα και προσοχή, οι κάτοικοι της επαρχίας Άνω και Κάτω Δροπόλεως, Πωγωνίου, Δελβίνου, Βούρκου, Αγίων Σαράντα και τριών χωριών της Χιμάρας, υπέγραψαν* ειδικό υπόμνημα διαμαρτυρίας σχετικά με την παραβίαση των σχολικών προνομίων, εκ μέρους της Αλβανίας. Η συγκεκριμένη επιστολή εστάλη διαμέσου της Διπλωματικής οδού στη Γενεύη, όπου ήταν η έδρα της Κοινωνίας των Εθνών.

Μετά την πάροδο εξαμήνου από την προσφυγή στην Κοινωνία των Εθνών, το Σεπτέμβριο του 1934 με την έναρξη του νέου σχολικού έτους οι εκπαιδευτικοί (ελληνοδιδάσκαλοι και αλβανοδιδάσκαλοι), έπρεπε να επιστρέψουν στα διδακτικά τους καθήκοντα.

Εφόσον λοιπόν η Κ. τ. Ε. δεν έδωσε μέχρι τότε καμία απάντηση, τα λεγόμενα ελληνόφωνα* μειονοτικά χωριά ξεκίνησαν σταδιακή απεργία. Μέχρι την 25η Σεπτεμβρίου του 1934 είχαν απεργήσει όλα τα ελληνικά σχολεία, χωρίς να σημειωθεί σχεδόν καμία εγγραφή νέων μαθητών. Στον αγώνα πρωτοστάτησε η Δερβι(η)τσάνη, αφού ο ηγέτης της όλης κινητοποίησης ήταν ο περιώνυμος Βασίλειος Σαχίνης, ο οποίος μιας και η καταγωγή της μητέρας του ήταν από το συγκεκριμένο χωριό, διατηρούσε άρρηκτους δεσμούς με όλους τους κατοίκους της.

(Συνεχίζεται)